-
1 известь
η άσβεστ/ος, ο ασβέστηςполучать - обжигом известняка παράγω την - ο διά μέσου πύρωσης του ασβεστόλιθουбелильная - см. хлорная -гидратная - η υδράσβεστος, το υδροξείδιο - ουпобелочная - για άσπρισμα, το ασβέστωμα- σε σκόνηхлорная - χλωριούχος -, η χλωράσβεστοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > известь
-
2 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность